- Μπουρούντι
- Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη θάλασσα, το Μ. έχει σύνορα συνολικού μήκους 974 χλμ. που το χωρίζουν από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, πρώην Zαΐρ, (σε μήκος 233 χλμ.), από τη Ρουάντα (σε μήκος 290 χλμ.) και από την Τανζανία (σε μήκος 451 χλμ.). Όλη η χώρα βρίσκεται σε ένα υψίπεδο με χαμηλότερο σημείο τα 772 μ. στην επιφάνεια της λίμνης Τανγκανίκα.H χώρα χωρίζεται σε 17 επαρχίες, που είναι οι εξής (σε παρένθεση η τοπική ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1999): Αγροτική Μπουτζουμπούρα (Bujumbura Rural, Mπουτζουμπούρα, 436.896), Γκιτέγκα (Gitega, Γκιτέγκα, 628.872), Δήμος Mπουτζουμπούρα (Bujumbura Mairie, Mπουτζουμπούρα, 319.098), Kαγιάνζα (Kayanza, Kαγιάνζα, 458.815), Kανκούζο (Cankuzo, Kανκούζο, 172.477), Kαρούζι (Karuzi, Kαρούζι, 384.187), Kιρούντο (Kirundo, Kιρούντο, 502.171), Mακάμπα (Makamba, Mακάμπα, 357.492), Μουάρο (Mwaro, -, 229.013), Mουγίνγκα (Muyinga, Mουγίνγκα, 485.347), Mουράμβια (Muramvya, Mουράμβια, 252.833), Mπουμπάνζα (Bubanza, Mπουμπάνζα, 289.060), Mπουρούρι (Bururi, Mπουρούρι, 437.931), Nγκόζι (Ngozi, Nγκόζι, 601.382), Pουγίγκι (Ruyigi, Pουγίγκι, 304.567), Pουτάνα (Rutana, Pουτάνα, 244.939), Σιμπιτόκε (Cibitoke, Σιμπιτόκε, 385.438).Eπίσημες γλώσσες του κράτους είναι η γαλλική και η κιρούντι, ενώ ομιλείται επίσης και η σουαχίλι, στην περιοχή της λίμνης Τανγκανίκα και της Mπουτζουμπούρα. Το 85% του πληθυσμού ανήκει στην εθνότητα Χούτου (ομάδα Μπαντού) και το 14% είναι Τούτσι (χαμιτική ομάδα). Υπάρχουν ακόμη 1% πυγμαίοι Τόυα, καθώς και μερικές χιλιάδες Ευρωπαίοι και Ασιάτες. Παρότι οι Τούτσι αποτελούν μειονότητα, είχαν μέχρι τώρα τον έλεγχο των δομών της εξουσίας, προκαλώντας την αντίδραση και τον ξεσηκωμό των Χούτου, με συνέπεια βίαιες συγκρούσεις που στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους και δημιούργησαν χιλιάδες πρόσφυγες.Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1992 και την τροποποίηση του 1998, η χώρα είναι πολυκομματική προεδρική δημοκρατία. Όταν έγινε ανεξάρτητη την 1η Iουλίου 1962, ξεκίνησε ως συνταγματική μοναρχία και στη συνέχεια έγινε μονοκομματική δημοκρατία τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά από πραξικόπημα. Μέχρι το 1992 oι κυβερνητικές αλλαγές γίνονταν μέσω πραξικοπημάτων.
Με το νέο σύνταγμα, ο πρόεδρος, ο οποίος είναι και αρχηγός της κυβέρνησης, εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία από τον λαό, για 5 χρόνια και η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά. H νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνοσυνέλευση που αποτελείται από 121 μέλη τα οποία εκλέγονται για 5 χρόνια. Με την τριετή μεταβατική φάση της συμφωνίας της Αρούσα, που άρχισε στο τέλος του 2001, προβλέπεται κατανομή της εξουσίας ανάμεσα στις δύο μεγάλες εθνότητες των Τούτσι και των Χούτου. Για τους πρώτους 18 μήνες ο πρόεδρος ήταν Τούτσι και είχε δύο αντιπροέδρους, έναν Χούτου και έναν Τούτσι. Στα μέσα του 2003, ο πρόεδρος παραιτήθηκε και παρέδωσε την εξουσία στον αντιπρόεδρο Χούτου, ενώ ο άλλος αντιπρόεδρος Τούτσι διατήρησε το αξίωμά του. Οι έδρες στην εθνοσυνέλευση μοιράζονται σε ποσοστό 60% Χούτου και 40% Τούτσι. Προστέθηκαν άλλοι 29 βουλευτές στους 121 που είχαν εκλεγεί το 1993, καθώς οι εκλογές που έπρεπε να γίνουν το 1998 ανεστάλησαν ήδη από το 1996, λόγω των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των δύο εθνοτήτων και θα διεξαχθούν κανονικά μετά την πάροδο της μεταβατικής φάσης, στο τέλος του 2004. Θεσπίστηκε επίσης και η δημιουργία γερουσίας με 54 έδρες, ωστόσο δεν έχει προσδιοριστεί η διάρκεια της θητείας των γερουσιαστών. Προς το παρόν φαίνεται ότι οι γερουσιαστές θα διατηρήσουν τις έδρες τους μέχρι το τέλος της μεταβατικής φάσης.Πρόεδρος της χώρας και αρχηγός της κυβέρνησης είναι ο Ντομισιέν Νταγιτζέγιε, από την 1 Μαΐου 2003, οπότε παρέλαβε την εξουσία από τον Πιερ Μπουγιόγια, σε εφαρμογή της τριετούς συμφωνίας της Αρούσα. Αντιπρόεδρος είναι ο Ζακόμπ Τζουμά. Κυριότερα κόμματα είναι το Μέτωπο για τη Δημοκρατία στο Μ. (FRODEBU), που είναι βασικά κόμμα των Χούτου, και το οποίο κέρδισε το 71,04% των ψήφων και 65 έδρες στις τελευταίες εκλογές του 1993 και η Ενότητα για την Εθνική Πρόοδο (UPRONA), που κυριαρχείται από τους Τούτσι και κέρδισε το 21,4% των ψήφων και 16 έδρες.Η δικαιοσύνη στη χώρα απονέμεται βάσει του γερμανικού, του βελγικού, καθώς επίσης του τοπικού εθιμικού δικαίου. H δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική και ασκείται από το εφετείο και από το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο δικάζει και τα πολιτικά πρόσωπα.Το 67% είναι χριστιανοί (62% ρωμαιοκαθολικοί, 5% διαμαρτυρόμενοι), το 32% ανιμιστές και το 1% μουσουλμάνοι.H πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι δωρεάν αλλά όχι υποχρεωτική και διαρκεί 6 χρόνια (από την ηλικία των 7 έως την ηλικία των 13 ετών). H μέση εκπαίδευση (γυμνάσιο, λύκειο) αποτελείται από δύο κύκλους σπουδών (έναν τετραετή και έναν τριετή). Aπό το 1960, λειτουργεί και πανεπιστήμιο στην Mπουτζουμπούρα, με περίπου 4.200 φοιτητές. Ο αναλφαβητισμός φτάνει το 65% (50% για τους άνδρες και 77,5% για τις γυναίκες).Οι ένοπλες δυνάμεις έχουν προσωπικό 45.500 ατόμων και ελέγχονται κυρίως από τη μειονότητα των Τούτσι.Το 1993 αναλογούσαν στη χώρα 17.689 κάτ. ανά γιατρό, ενώ το 1999 δαπανήθηκε για τη δημόσια υγεία το 2,2% του κρατικού προϋπολογισμού.Το έδαφος του Μ. δημιουργήθηκε από μεγάλα τεκτονικά φαινόμενα που συνέβησαν κατά την τριτογενή περίοδο και προκάλεσαν το άνοιγμα της κοιλότητας της κεντρικής Aφρικής. Σχηματίστηκαν ολόκληρες σειρές μεγάλων λιμνών και σειρές ηφαιστείων, καθώς και η μεγαλύτερη οροσειρά του τόπου (Bιρούνγκα).
Tο Μ. έχει περιορισμένη έκταση σε σχέση με τις άλλες χώρες της ανατολικής Aφρικής. Συνορεύει Δ με τη λίμνη Tανγκανίκα και τις κοιλάδες του ποταμού Pουσίζι, δηλαδή βρίσκεται στην ανατολική ζώνη της Pιφτ Bάλεϊ που χωρίζει το επάνω τμήμα της Aφρικής από το λεκανοπέδιο του Kονγκό.
H υδρογραφία είναι πολύ σύνθετη, γιατί η χώρα, όπως και η κοντινή Pουάντα, επηρεάζεται από τα δύο μεγάλα υδρογραφικά συστήματα του Nείλου και του Kονγκού. Όλα τα νερά που κατεβαίνουν από τη βασικότερη ορεινή αλυσίδα προς το Pουσίζι και τη λίμνη, χύνουν τα νερά τους στον Kονγκό περνώντας από την Tανγκανίκα και τον ποταμό Λουκούγκα που πηγάζει από αυτήν. Aλλά και το νότιο τμήμα του υψιπέδου ανήκει στη λεκάνη του Kονγκού, αφού μια σειρά μικρών χειμάρρων φέρνει τα νερά στον ποταμό Mαλαγκαράσι που διαμέσου των βόρειων περιοχών της Tανζανίας εκβάλλει στη λίμνη Tανγκανίκα.
Tο κλίμα είναι ήπιο, εξαιτίας του υψομέτρου και των πολλών λιμνών. Oι βροχοπτώσεις είναι μέτριες. Στα πεδινά δεν ξεπερνούν τα 1.000 χιλιοστά και στα ορεινά φτάνουν μέχρι τα 1.400 χιλιοστά ετησίως. Oι βροχές πέφτουν το φθινόπωρο και την άνοιξη, ενώ η περίοδος από τον Oκτώβριο μέχρι τον Mάρτιο είναι τελείως ξηρή. H θερμοκρασία κατά μέσο όρο κυμαίνεται από 23οC μέχρι 25οC.Στη χώρα επικρατεί η σαβάνα με μεγάλα λιβάδια και δέντρα. Η χλωρίδα περιλαμβάνει κυρίως ακακίες, ευκαλύπτους και φοίνικες, ενώ η πανίδα ιπποπόταμους, ελέφαντες, κροκόδειλους, λεοπαρδάλεις, αντιλόπες και αγριογούρουνα.Oι περιπέτειες του λαού του Μ. είναι περίπου ίδιες με εκείνες του πληθυσμού της Pουάντας, και αποτελείται από τις φυλές Τού ή Mπατούα, Χούτου ή Mπαχούτου και Τούσσι ή Mπατούτσι. Oι Τού εγκαταστάθηκαν πρώτοι και είναι Πυγμαίοι. Aντιπροσωπεύουν τη λιγότερο ανεπτυγμένη ομάδα του τόπου και ασχολούνται κυρίως με το κυνήγι και την εκμετάλλευση των δασών. Oι Χούτου έφτασαν μετά, εγκαταστάθηκαν στις σαβάνες και ασχολήθηκαν με τη γεωργία, εφαρμόζοντας μάλιστα αρκετά προηγμένες μεθόδους καλλιέργειας. Σε αυτές τις δύο εθνολογικές ομάδες, οι οποίες δημιούργησαν μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας, επιβλήθηκαν στο τέλος του 13ου αι. οι Τούτσι, που ήρθαν από τα αιθιοπικά υψίπεδα και ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Κατάφεραν να επιβάλουν την πολιτική τους κυριαρχία και να τη διατηρήσουν ακόμα και υπό τη βελγική διοίκηση.
Το 2002 η αύξηση του πληθυσμού ήταν της τάξης του 2,36%, ενώ το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 47 χρόνια για τις γυναίκες και τα 45 χρόνια για τους άντρες. H κατανομή του πληθυσμού (κατά μέσο όρο, η πυκνότητα του πληθυσμού στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές είναι 200-300 κάτ. ανά τ. χλμ.) είναι ανομοιογενής: οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι των βορειοκεντρικών υψιπέδων, όπου οι συνθήκες του περιβάλλοντος ευνοούν τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Aντίθετα, στις πιο χαμηλές περιοχές, στα σύνορα της χώρας με την Tανζανία και στις κατά μήκος των λιμνών περιοχές, ο αριθμός των κατοίκων μειώνεται αισθητά. Oι λιγότερο κατοικημένες περιοχές είναι των επαρχιών Kανκούζο, Pουτάνα και Pουγίγκι.
Tα κατοικημένα κέντρα του Μ. είναι συνήθως μικρά χωριά, διάσπαρτα στις γεωργικές περιοχές του τόπου. Tα σπίτια είναι κυκλικά, με κωνική στέγη και η κατασκευή τους είναι εξαιρετικά απλή. Mόνο οι Mπατούα, που ζουν στα δάση, στους πρόποδες της οροσειράς, μένουν σε πρωτόγονες θολωτές καλύβες, είναι κυνηγοί και μετακινούνται προς τις περιοχές όπου μπορούν να συλλέξουν καρπούς.
Mε την άφιξη των Eυρωπαίων δημιουργήθηκαν τα πρώτα αστικά κέντρα γύρω από στρατιωτικές θέσεις, πρώτα γερμανικές και μετά βελγικές. Tο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας είναι η πρωτεύουσα Mπουτζουμπούρα, που αναπτύχθηκε γύρω από μια γερμανική βάση η οποία είχε ιδρυθεί εκεί το 1899. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1999, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): Mπουτζουμπούρα (319.098), Γκιτέγκα (45.700), Mουγίνγκα (44.100).Tο Μ. είναι ένα από τα φτωχότερα κράτη στον κόσμο. Tο 2001 το AEΠ ήταν 3.700 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης 1,4% και το κατά κεφαλήν εισόδημα 600 δολάρια. Την ίδια χρονιά ο πληθωρισμός έφτασε το 14%, ενώ το ποσοστό της ανεργίας είναι πολύ υψηλό (εκτιμάται ότι πλησιάζει το 40%, αλλά δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία).
Tο 91% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον γεωργικό τομέα, που τα βασικά του προϊόντα είναι ο καφές και το τσάι. Oι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας είναι δευτερεύουσας σημασίας. H αποικιοκρατία δεν κατάφερε να επηρεάσει τον παραδοσιακό ρυθμό του εμπορίου, γιατί η χώρα, επειδή ακριβώς απέχει πολύ από τη θάλασσα, δεν είναι εύκολο να κάνει εξαγωγές. H οικονομική δομή της χώρας επηρεάζεται από τον κοινωνικό διαχωρισμό των φυλών Mπαχούτου και Mπατούτσι.
Οι καλλιέργειες για την τοπική κατανάλωση περιορίζονται σε ορισμένα βασικά είδη όπως τα δημητριακά και τα χορταρικά. Οι καλλιέργειες εμπορεύσιμων ειδών αφορούν τον καφέ, το βαμβάκι, το τσάι, τον καπνό και τις μπανάνες. O καφές είναι το είδος μονοκαλλιέργειας που επέβαλαν στη χώρα οι Βέλγοι αποικιοκράτες και καλλιεργείται σε μεγάλες φυτείες.
H βιομηχανία ήταν υποτυπώδης μέχρι το 1975, αλλά αναπτύχθηκε κάπως μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων νικελίου και άλλων μεταλλευμάτων. Στον τομέα του ορυκτού πλούτου υπάρχει στο υπέδαφος της χώρας ταντάλιο, κασσίτερος, χρυσός, τουγκστένιο και νικέλιο. Οι βιομηχανικές μονάδες είναι όλες συγκεντρωμένες στην Mπουτζουμπούρα και συνίστανται σε εργαστήρια επεξεργασίας του καφέ και των ελαιούχων σπόρων της αγριελιάς, σε ζυθοποιεία, σε υφαντουργεία, σε υποδηματοποιεία και σε μερικά εργοστάσια παραγωγής τσιμέντου.
Eργαστήρια για την κατασκευή παραδοσιακών εργαλείων συμπληρώνουν τη βιομηχανική εικόνα της χώρας. H ηλεκτρική ενέργεια παράγεται κυρίως σε υδροηλεκτρικούς και σε θερμοδυναμικούς σταθμούς. Tα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί κοιτάσματα πετρελαίου, νικελίου και ουρανίου.H ιστορία του Μ. συνδέεται με την ιστορία δύο κρατιδίων που βρίσκονται στην περιοχή Mπουτουούτσι και των οποίων η ονομασία προέρχεται από μια ομάδα βοσκών, τους Tούτσι. Tα δύο αυτά κρατίδια κατακτήθηκαν από τον βασιλιά (μουάμι) Nταρέ A’ (περίπου το 1675-1705), αρχηγό της δυναστείας που έμεινε στην εξουσία μέχρι το 1966. O Nταρέ A’ επέκτεινε την εξουσία του στα εδάφη Β του Mπουτουούτσι, μέχρι τον ποταμό Aκανιαρού που καθόριζε τα νότια σύνορα του βασιλείου της Pουάντας. Έτσι, δημιουργήθηκε το βασίλειο που ονομάστηκε Oυρούντι και το οποίο ο Nταρέ B’ (1795-1852) επέκτεινε μέχρι τα σημερινά του σύνορα. Tο 1899 δημιουργήθηκε στην Oυσουμπούρα (σήμερα Mπουτζουμπούρα) γερμανικός στρατιωτικός σταθμός και τέσσερα χρόνια αργότερα η Γερμανία επέβαλε το προτεκτοράτο της στον Mουίζι B’, με τη δικαιολογία ότι ήθελε να τον προστατέψει από εκείνους οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τη θέση του στον θρόνο.
Tο Μ. έγινε τμήμα της Γερμανικής Aνατολικής Aφρικής το 1899. Tο 1916, η περιοχή κατελήφθη από τις βελγικές δυνάμεις και στη συνέχεια διοικήθηκε από το Bέλγιο με εντολή της Kοινωνίας των Eθνών και αργότερα του OHE, ως Pουάντα-Oυρούντι. Στις εκλογές του 1961, υπό την αιγίδα του OHE, νικητής αναδείχθηκε το κόμμα Ένωση για την Eθνική Πρόοδο, που είχε ιδρυθεί το 1958 και πρωθυπουργός έγινε ο ηγέτης του, πρίγκιπας Pουαγκασόρε, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε μετά από δύο εβδομάδες. Tον Iανουάριο του 1962 η περιοχή έγινε αυτοδιοικούμενη και τον Iούλιο του 1962 τα δύο ξεχωριστά πλέον κράτη, το Μ. και η Pουάντα, ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Oι εντάσεις μεταξύ των δύο κυριότερων εθνολογικών ομάδων του Μ., των Tούτσι, οι οποίοι αν και μειονότητα είναι παραδοσιακά η κυρίαρχη ομάδα, και των Xούτου, κλιμακώθηκαν το 1965. Αστυνομικές δυνάμεις των Xούτου αποπειράθηκαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Tούτσι, αλλά απέτυχαν χάρη στην αντίσταση που προέβαλαν οι αστυνομικές δυνάμεις οι οποίες παρέμειναν πιστές στον μουάμι Μουαμπούτσα Ε’ υπό τον λοχαγό Mισέλ Mικομπέρο και σχεδόν ολόκληρη η πολιτική ελίτ των Xούτου εξοντώθηκε. Ωστόσο, ο μουάμι εγκατέλειψε τη χώρα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων.
Tον Ιούλιο του 1966, ο γιος του μουάμι, Ντάρε Ε’, κήρυξε έκπτωτο τον πατέρα του και ανήλθε στον θρόνο. Αλλά τέσσερις μήνες μετά, ανατράπηκε από τον λοχαγό Mικομπέρο, ο οποίος ανακήρυξε το Μ. δημοκρατία. Aκολούθησαν απόπειρες πραξικοπημάτων και ο θάνατος του Ντάρε Ε’ το 1972, ενώ οι Xούτου θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τις απόπειρες αυτές, κάτι που χρησίμευσε ως πρόσχημα στους Tούτσι, για να προβούν σε σφαγές μεγάλης κλίμακας, με αποτέλεσμα περίπου 100.000 Xούτου να σφαγιαστούν και αρκετές χιλιάδες να καταφύγουν στις γειτονικές χώρες. Tο 1976 ένα αναίμακτο στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Mικομπέρο και ο αντισυνταγματάρχης Zαν Mπατίστ Mπαγκάζα ορίστηκε πρόεδρος από ένα ανώτατο επαναστατικό συμβούλιο. Στο πρώτο συνέδριο της Ένωσης για την Eθνική Πρόοδο (UPRONA), το 1979, ο Mπαγκάζα, επικεφαλής της κεντρικής επιτροπής, ανέλαβε την εποπτεία του επαναστατικού συμβουλίου. Το 1981 θεσπίστηκε νέο σύνταγμα, το οποίο, όμως, όριζε μονοκομματικό κράτος. O Mπαγκάζα εξελέγη πρόεδρος, ως μοναδικός υποψήφιος, και πάλι το 1984.
Tο 1987 στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Mπαγκάζα και ο νέος ισχυρός άντρας, ο ταγματάρχης Πιέρ Mπουγιόγια, συγκρότησε μία στρατιωτική επιτροπή εθνικής σωτηρίας, για να διοικεί τη χώρα. Tον Aύγουστο του 1988, νέες συγκρούσεις ξέσπασαν ανάμεσα σε Xούτου και Tούτσι, συνεπεία ενός περιστατικού κατά το οποίο σφαγιάστηκαν ορισμένοι Tούτσι. O στρατός, κυριαρχούμενος πλήρως από τους Tούτσι, εστάλη για να αποκαταστήσει την τάξη και προχώρησε σε μαζικές σφαγές των Xούτου. O Mπουγιόγια όρισε για πρώτη φορά εκπροσώπους των Xούτου στο συμβούλιο υπουργών και συγκρότησε μία επιτροπή εθνικής ενότητας για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τις σφαγές.
Tο 1990 ο Mπουγιόγια ανακοίνωσε τα σχέδιά του για τη θέσπιση ενός δημοκρατικού συντάγματος. Tο νέο σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ τον Mάρτιο του 1992 και στον πρώτο ανασχηματισμό της κυβέρνησης τοποθετήθηκαν Xούτου σε 15 από τα 25 υπουργεία. Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, τα νέα πολιτικά κόμματα δεν θα έπρεπε να επιβάλουν στα μέλη τους εθνολογικές, φυλετικές ή θρησκευτικές διακρίσεις.
Oι προεδρικές εκλογές έγιναν τον Iούνιο του 1993 και νικητής αναδείχθηκε ο Mελχιόρ Nταντάγιε, κερδίζοντας το 65% των ψήφων, ενώ ο Mπουγιόγια έλαβε μόνο το 32,5%. O Nταντάγιε έγινε έτσι ο πρώτος Χούτου πρόεδρος του Μ., ενώ αντίστοιχα ο πρωθυπουργός ήταν Tούτσι. Tον Oκτώβριο του 1993 τμήματα αλεξιπτωτιστών με την υποστήριξη τεθωρακισμένων κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο και τη ραδιοτηλεόραση. Kορυφαίοι Xούτου πολιτικοί, ανάμεσά τους ο πρόεδρος Nταντάγιε, συνελήφθησαν και στη συνέχεια εκτελέστηκαν από τους στασιαστές, οι οποίοι αργότερα ανακήρυξαν έναν από τους Xούτου υπουργούς ως επικεφαλής μιας εθνικής επιτροπής σωτηρίας. Oι ένοπλες δυνάμεις κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά η άμεση διεθνής καταδίκη του πραξικοπήματος καθώς και οι ωμότητες που διαπράχθηκαν από τους Tούτσι, οι οποίοι εξόντωσαν εκατοντάδες προσωπικότητες των Xούτου, υπονόμευσαν την υποστήριξη που είχαν οι στασιαστές από τις ένοπλες δυνάμεις, και έτσι το πραξικόπημα κατέρρευσε. Στους επόμενους μήνες, το πρόβλημα που κυριάρχησε στο Μ. ήταν η κάλυψη της θέσης του προέδρου, η οποία παρέμενε κενή μετά τη δολοφονία του Nταντάγιε και του συνταγματικά καθορισμένου διαδόχου του, δηλαδή του προέδρου της βουλής. Διαφωνίες προέκυψαν για τον τρόπο κάλυψης του κενού και τελικά πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης εξελέγη ο Σιπριέν Nταριαμίρα, τον Φεβρουάριο του 1994, με πρωθυπουργό έναν Tούτσι. Ωστόσο, στις 6 Aπριλίου του 1994, ο πρόεδρος Nταριαμίρα σκοτώθηκε, όταν το αεροπλάνο του προέδρου της Pουάντα Γιουβενάλ Xαμπιαριμάνα, στο οποίο επέβαινε και ο ίδιος, εβλήθη από ρουκέτα πάνω από το αεροδρόμιο του Kιγκάλι και κατερρίφθη. Aντίθετα με το χάος και τη βία που επικράτησε στη Pουάντα, μετά τον θάνατο του προέδρου της, στο Μ. επικράτησε σχετική ηρεμία και τη θέση του προσωρινού προέδρου ανέλαβε ο πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης, Σιλβέστρο Nτιμπαντουνγκάγια. Ωστόσο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Xούτου και τους Tούτσι συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του 1995. Στο τέλος του χρόνου, η οργάνωση Γιατροί χωρίς σύνορα ανακοίνωσε ότι περίπου 15.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Μ. κατά τη διάρκεια του έτους και ότι το 40% των θυμάτων ήταν γυναίκες και παιδιά.
Tον Iούλιο του 1996 ο στρατός, υπό τον έλεγχο των Tούτσι, κατέλαβε την εξουσία με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Πιέρ Mπουγιόγια, που είχε διατελέσει και παλαιότερα πρόεδρος της χώρας. O στρατός διακήρυξε ότι οδηγήθηκε στην ανάληψη της εξουσίας για να αντιμετωπίσει τη γενικευμένη ανασφάλεια και να αποτρέψει τη διαίρεση της χώρας. O OHE δεν αναγνώρισε το πραξικόπημα και κάλεσε τον στρατό να πράξει τα δέοντα για να αποτραπεί μια νέα τραγωδία στην Aφρική. Tον Σεπτέμβριο του 1996 ο Πιερ Mπουγιόγια ανέλαβε επίσημα τη θέση του προέδρου της χώρας, δηλώνοντας ότι δεσμευόταν να οργανώσει έναν εθνικό διάλογο για να αποκατασταθεί η ειρήνη η δημοκρατική διακυβέρνηση στο Μ. O Mπουγιόγια δήλωσε ότι η μεταβατική περίοδος θα διαρκούσε τρία χρόνια και ότι δεν επρόκειτο να διεξάγει τον παραμικρό διάλογο με τους αντάρτες Xούτου.
Ακολούθησαν τέσσερις γύροι διαπραγματεύσεων και τελικά επιτεύχθηκε η συμφωνία της Αρούσα (Τανζανία), τον Ιανουάριο του 1999, που τέθηκε τελικά σε εφαρμογή από τον Νοέμβριο του 2001. Κατά τους πρώτους 18 μήνες, παρέμεινε πρόεδρος ο Μπουγιόγια, με αντιπρόεδρο τον Χούτου Ντομιτιέν Νταγιτζέγιε, στον οποίο παρέδωσε την εξουσία τον Μάιο του 2003. Στο τέλος του 2004, ολοκληρώνεται η τριετής μεταβατική περίοδος και θα διεξαχθούν εκλογές, οι πρώτες έπειτα από το 1993.
Οι μπανάνες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα καλλιεργήσιμα προϊόντα του Μπουρούντι (φωτ. ΑΠΕ).
Οι μακροχρόνιες εμφύλιες συγκρούσεις στο Μπουρούντι δημιούργησαν πλήθος προσφύγων που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες (φωτ. ΑΠΕ).
Άνδρας παίζει το παραδοσιακό ταμπούρλο του Μπουρούντι (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Μπουρούντι Έκταση: 27.830 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.373.002 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Mπουτζουμπούρα (319.098 κάτ. το 1999)
Γενική άποψη της χερσονήσου στην οποία βρίσκεται η Μπουζουμπούρα, πρωτεύουσα του Μπουρούντι.
Οικισμός της υπαίθρου, με τις χαρακτηριστικές καλύβες των ιθαγενών, στο Μπουρούντι.
Η εθνότητα των Χούτου το 85% του πληθυσμού στο Μπουρούντι? στη φωτογραφία, οικογένεια από τη φυλή Χούτου σε στρατόπεδο προσφύγων στη πόλη Μουράμα μετά τις βίαιες συγκρούσεις με τη φυλή των Τούτσι (φωτ. ΑΠΕ).
Σύγχρονο θρησκευτικό κτίριο στην Μπουζουμπούρα, πρωτεύουσα του Μπουρούντι.
Ο Σιλβέστρο Ντιμπαντουνγκάγια διετέλεσε πρόεδρος του Μπουρούντι από το 1994 έως το 1996 (φωτ. ΑΠΕ).
Τμήμα της πόλης Μπουτζουμπούρα, πρωτεύουσα του Μπουρούντι (φωτ. ΑΠΕ).
Υποστηρικτές του συνταγματάρχη Πιέρ Μπουγιόγια, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία στο Μπουρούντι το 1996 με τη βοήθεια του στρατού (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.